- ὑπόβρυχος
- ὑπόβρυχοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόβρυχος — ον, ΜΑ υποβρύχιος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος] … Dictionary of Greek
ὑπόβρυχον — ὑπόβρυχος masc/fem acc sg ὑπόβρυχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόβρυχα — under water indeclform (adverb) ὑπόβρυχος indeclform (adverb) ὑπόβρυχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόβρυχα — Α επίρρ. βλ. ὑπόβρυχος … Dictionary of Greek